παγκοσμιότητα

παγκοσμιότητα
η
η ιδιότητα τού παγκόσμιου, οικουμενικότητα, καθολικότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παγκόσμιος. Η λ. μαρτυρείται από το 1869 στον Ι. Ν. Λεβαδέα].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χριστιανισμός — Θρησκεία που ιδρύθηκε από τον Ιησού Χριστό, της οποίας οι δογματικές και ηθικές αρχές θεμελιώνονται στο πρόσωπο και στη διδασκαλία του ιδρυτή της –όπως αυτή παραδίδεται στα βιβλία της Καινής Διαθήκης– καθώς και στην ιερή παράδοση της Εκκλησίας. Ο …   Dictionary of Greek

  • Μανιχαϊσμός — Θρησκεία την οποία ίδρυσε και κήρυξε στην περσική αυτοκρατορία των Σασσανιδών ο Μάνης. Ο μ., ο οποίος υπέστη διωγμό στην Περσία, διαδόθηκε στην Άπω Ανατολή. Τον 7o αι. έφτασε στην Κίνα και τον 8o αι. έγινε επίσημη θρησκεία της τουρκικής… …   Dictionary of Greek

  • κατακλυσμός — Η πλημμύρα που πιστεύεται ότι κατέκλυσε την επιφάνεια της Γης κατά τους προϊστορικούς χρόνους, την οποία αφηγείται η Παλαιά Διαθήκη και άλλες 68 εξωβιβλικές πηγές, από τις οποίες 5 προέρχονται από τους λαούς της Αμερικής, 36 από την Ευρώπη, 13… …   Dictionary of Greek

  • οικουμενικότητα — η καθολικότητα, παγκοσμιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < οικουμενικός. Η λ., στον λόγιο τ. οἰκουμενικότης, μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Ν. Κοντοπούλου] …   Dictionary of Greek

  • Αββακούμ — I Προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης (ένας από τους 12 ελάσσονες) και άγιος της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Εορτάζεται στις 2 Δεκεμβρίου. Καταγόταν από τη φυλή Συμεών και από την περιοχή Βεθησουχαρεί της Ιουδαίας. Έζησε τον 7ο αι. π.Χ., πιθανόν στα χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Αναστάσιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Α. ο μάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 25 Οκτωβρίου. 2. Επίσκοπος Ιεροσολύμων. Η μνήμη του τιμάται στις 10 Φεβρουαρίου. 3. Α. ο ιερομάρτυς. Διετέλεσεεπίσκοπος Αντιοχείας και ασκήτεψε στο Σινά. Πέθανε …   Dictionary of Greek

  • έλξη, παγκόσμια — Η ελκτική δύναμη που αναπτύσσεται μεταξύ δύο μαζών που βρίσκονται ελεύθερες στο Διάστημα, η οποία είναι ανάλογη προς τις μάζες και αντιστρόφως ανάλογη προς το τετράγωνο της απόστασής τους. Η ελκτική αυτή δύναμη ονομάζεται π.έ. και εκφράζεται… …   Dictionary of Greek

  • Ιωνάς — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Εβραίος προφήτης, του οποίου η ιστορία αναφέρεται στο ομώνυμο βιβλίο της Παλαιάς Διαθήκης. Κλήθηκε από τον Θεό να αναγγείλει στους κατοίκους της Νινευί την καταστροφή της πόλης τους εξαιτίας των… …   Dictionary of Greek

  • κριτική — Η νοητική ενέργεια του χαρακτηρισμού και της εκλογής και, γενικά, της κρίσης. Κοινή σε όλους τους ανθρώπους ως πρωταρχική ιδιότητα της νόησης, η κ. ασκείται σε κάθε αντικείμενο της γνώσης και, μεταξύ άλλων, στην τεχνική και στα προϊόντα των… …   Dictionary of Greek

  • κυνικοί — Φιλόσοφοι της αρχαιότητας που περιφρονούσαν την κοινωνική συμβατικότητα. Ιδρυτής του φιλοσοφικού ρεύματος θεωρείται είτε ο μαθητής του Σωκράτη, Αντισθένης, είτε ο Διογένης ο Σινωπέας. Η φιλοσοφία τους ξεκίνησε κατά τον 4ο αι. π.Χ. και κατόρθωσε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”